αρκουδίζω

αρκουδίζω
αμετ. ходить на четвереньках

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αρκουδίζω" в других словарях:

  • αρκουδίζω — και αρκουδάω βαδίζω με τα τέσσερα, μπουσουλώ …   Dictionary of Greek

  • αρκουδίζω — ισα, βαδίζω με τα τέσσερα σαν τις αρκούδες, μπουσουλώ: Το μωρό μας άρχισε να αρκουδίζει. Ουσ. αρκούδισμα, το το μπουσούλημα των νηπίων· επίρρ. τροπ., αρκουδιστά μπουσουλώντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεπουδεύω — 1. (για μωρά) έρπω, αρκουδίζω, «μπουσουλάω» 2. φέρομαι με πανουργία, πονηριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. αλεπούδ ες, πληθ. του ουσ. αλεπού] …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

  • αρκούδισμα — το [αρκουδίζω] το να βαδίζει κανείς με τα τέσσερα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»